FAQs About the word nautically

ναυτικό

In a nautical manner; with reference to nautical affairs.

Θαλάσσιος,ναυτικός,ναυτικός,Ναυαρχείο,Υδρογραφικός,ωκεανογραφικός,ωκεανογραφικός,ναυτιλία,θαλασσοπόρος

No antonyms found.

nautical signal flag => Ναυτική σημαία σημάτων, nautical mile => ναυτικό μίλι, nautical linear unit => Ναυτικό γραμμικό μέτρο, nautical chain => ναυτικό μίλι, nautical => ναυτικός,