Greek Meaning of nautically
ναυτικό
Other Greek words related to ναυτικό
Nearest Words of nautically
Definitions and Meaning of nautically in English
nautically (adv.)
In a nautical manner; with reference to nautical affairs.
FAQs About the word nautically
ναυτικό
In a nautical manner; with reference to nautical affairs.
Θαλάσσιος,ναυτικός,ναυτικός,Ναυαρχείο,Υδρογραφικός,ωκεανογραφικός,ωκεανογραφικός,ναυτιλία,θαλασσοπόρος
No antonyms found.
nautical signal flag => Ναυτική σημαία σημάτων, nautical mile => ναυτικό μίλι, nautical linear unit => Ναυτικό γραμμικό μέτρο, nautical chain => ναυτικό μίλι, nautical => ναυτικός,