Greek Meaning of naso-
ρινο-
Other Greek words related to ρινο-
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of naso-
- nasobuccal => Ρινοχειλικός
- nasofrontal => ρινομετωπικός
- nasofrontal vein => Φλέβα ρινομετωπική
- nasogastric feeding => Ρινογαστρική σίτιση
- nasolachrymal => Δακρυϊκός-ρινικός
- nasolacrimal duct => Ρινοδακρυικός πόρος
- nasopalatal => Ρινικός ουρανίσκος
- nasopalatine => Ρινικός και ουρανίσκος
- nasopharyngeal => Ρινοφαρυγγικός
- nasopharyngeal leishmaniasis => Ρινοφαρυγγική λεϊσμανίαση
Definitions and Meaning of naso- in English
naso- ()
A combining form denoting pertaining to, or connected with, the nose; as, nasofrontal.
FAQs About the word naso-
ρινο-
A combining form denoting pertaining to, or connected with, the nose; as, nasofrontal.
No synonyms found.
No antonyms found.
nasion => Ριζο του ρινός, nasiform => ρινοειδής, nasicornous => ρινόκερος, nashville => Νάσβιλ, nash equilibrium => Νασιάκη ισορροπία,