Greek Meaning of myotomy
Μυοτομή
Other Greek words related to Μυοτομή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of myotomy
- myotomic => μύωσης
- myotome => μυοτόμιο
- myotis velifer => Βραχύωτος μυωτίδα
- myotis leucifugus => Μικρή καστανή νυχτερίδα
- myotis => νυχτερίδα
- myotic drug => Μυωτικό φάρμακο
- myotic => μυωτικό
- myotactic reflex => Μυοτατικό αντανακλαστικό
- myosotis sylvatica => Μή με λησμόνει
- myosotis scorpiodes => Μυοσώτης
- myotonia => Μυοτονία
- myotonia atrophica => Σύνδρομο μυοτονίας-ατροφίας
- myotonia congenita => Συγγενής μυοτονία
- myotonic => μυοτονικός
- myotonic dystrophy => Μυοτονική δυστροφία
- myotonic muscular dystrophy => Μυοτονική δυστροφία
- myrcia => Μυρτία
- myrciaria => Μυρσιάρι
- myrciaria cauliflora => Myrciaria cauliflora
- myrdal => Μιρντάλ
Definitions and Meaning of myotomy in English
myotomy (n)
surgical incision or division of a muscle
myotomy (n.)
The dissection, or that part of anatomy which treats of the dissection, of muscles.
FAQs About the word myotomy
Μυοτομή
surgical incision or division of a muscleThe dissection, or that part of anatomy which treats of the dissection, of muscles.
No synonyms found.
No antonyms found.
myotomic => μύωσης, myotome => μυοτόμιο, myotis velifer => Βραχύωτος μυωτίδα, myotis leucifugus => Μικρή καστανή νυχτερίδα, myotis => νυχτερίδα,