Greek Meaning of museful
στοχαστικός
Other Greek words related to στοχαστικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of museful
- mused => συλλογίστηκε
- muse => μούσα
- musd => μούσντ
- musculus triceps brachii => Τρικέφαλος βραχιόνιος μυς
- musculus trapezius => Τραπεζοειδής
- musculus transversalis abdominis => Εγκάρσιος κοιλιακός μυς
- musculus tibialis => Κνημιαίος μυς
- musculus teres minor => Μυς τερέτης ελάσσων
- musculus teres major => Μεγάλος τερητώδης μυς
- musculus temporalis => Κροταφικός μυς
Definitions and Meaning of museful in English
museful (a.)
Meditative; thoughtfully silent.
FAQs About the word museful
στοχαστικός
Meditative; thoughtfully silent.
No synonyms found.
No antonyms found.
mused => συλλογίστηκε, muse => μούσα, musd => μούσντ, musculus triceps brachii => Τρικέφαλος βραχιόνιος μυς, musculus trapezius => Τραπεζοειδής,