Greek Meaning of musculus pectoralis major
Μεγάλος θωρακικός μυς
Other Greek words related to Μεγάλος θωρακικός μυς
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of musculus pectoralis major
- musculus pectoralis => Μεγάλος θωρακικός μυς
- musculus obliquus externus abdominis => Εξωτερικός λοξός κοιλιακός μυς
- musculus intercostalis => Μεσοπλεύριος μυς
- musculus deltoideus => Δελτοειδής μυς
- musculus buccinator => Μυς πτερυγοειδής πλάγιος
- musculus biceps femoris => Μηριαίος δικέφαλος
- musculus biceps brachii => Δικέφαλος βραχιονίου
- musculus articularis genus => Αρθρικός μυς του γόνατος
- musculus articularis cubiti => Σύνδεσμος αρθρώσεων του αγκώνα
- musculus anconeus => Μυς βραχιονικός
- musculus pectoralis minor => Μικρός θωρακικός μυς
- musculus quadriceps femoris => Τετρακέφαλος μηριαίος μυς
- musculus rhomboideus major => Μεγάλος λοξός
- musculus rhomboideus minor => Μικρός ρόμβοειδής μυς
- musculus sartorius => Ραπτικός μυς
- musculus scalenus => Μυς σκαληνός
- musculus serratus anterior => Πρόσθιος οδοντωτός μυς
- musculus serratus posterior => Μυς σαυρωτήρας οπίσθιος
- musculus sphincter ductus choledochi => Σφιγκτήρας μυς του χοληδόχου πόρου
- musculus sphincter ductus pancreatici => Σφιγκτήρας μυς του πόρου του παγκρέατος
Definitions and Meaning of musculus pectoralis major in English
musculus pectoralis major (n)
a skeletal muscle that adducts and rotates the arm
FAQs About the word musculus pectoralis major
Μεγάλος θωρακικός μυς
a skeletal muscle that adducts and rotates the arm
No synonyms found.
No antonyms found.
musculus pectoralis => Μεγάλος θωρακικός μυς, musculus obliquus externus abdominis => Εξωτερικός λοξός κοιλιακός μυς, musculus intercostalis => Μεσοπλεύριος μυς, musculus deltoideus => Δελτοειδής μυς, musculus buccinator => Μυς πτερυγοειδής πλάγιος,