Greek Meaning of musculosity
μυικότητα
Other Greek words related to μυικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of musculosity
- musculoskeletal => Μυοσκελετικός
- musculoskeletal system => Μυοσκελετικό σύστημα
- musculospiral => Ακτινικός
- musculospiral nerve => Κερκιδικός νεύρο
- musculous => μυώδης
- musculus => Μύς
- musculus abductor digiti minimi manus => Μυς α απαγωγός του μικρού δακτύλου του χεριού
- musculus abductor digiti minimi pedis => Εκπτήριος μύς του μικρού δακτύλου του ποδιού
- musculus abductor hallucis => Απαγωγέας του μεγάλου δακτύλου του ποδιού μυς
- musculus abductor pollicis => Απομακρυντής αντίχειρα βραχύς
Definitions and Meaning of musculosity in English
musculosity (n.)
The quality or state of being musculous; muscularity.
FAQs About the word musculosity
μυικότητα
The quality or state of being musculous; muscularity.
No synonyms found.
No antonyms found.
musculophrenic vein => Φρενομυϊκή φλέβα, musculophrenic artery => Μυοφρενική αρτηρία, musculophrenic => μυοφρενικός, musculocutaneous => μυοδερματικός, musculin => Αρσενικό,