Greek Meaning of muconate
Μουκονικός
Other Greek words related to Μουκονικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of muconate
- mucoidal => βλεννώδης
- mucoid => βλεννώδης
- mucocutaneous lymph node syndrome => σύνδρομο διογκωμένων λεμφαδένων δέρματος και βλεννογόνων
- mucocutaneous leishmaniasis => Δερματική λεισμανίαση
- mucocutaneous => βλεννοδερματικός
- mucocele => Μυξοκήλη
- mucky => χαμηλής ποιότητας
- muckworm => τσιγγούνης
- mucksy => λασπώδης
- muckraking => σκανδαλοθηρική δημοσιογραφία
Definitions and Meaning of muconate in English
muconate (n.)
A salt of muconic acid.
FAQs About the word muconate
Μουκονικός
A salt of muconic acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
mucoidal => βλεννώδης, mucoid => βλεννώδης, mucocutaneous lymph node syndrome => σύνδρομο διογκωμένων λεμφαδένων δέρματος και βλεννογόνων, mucocutaneous leishmaniasis => Δερματική λεισμανίαση, mucocutaneous => βλεννοδερματικός,