Greek Meaning of mountain climber
Ορειβάτης
Other Greek words related to Ορειβάτης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of mountain climber
- mountain clematis => Κληματίδα των βουνών
- mountain chinchilla => Βουνίσια σινσίλα
- mountain chain => Οροσειρά
- mountain box => Κουτί ορειβασίας
- mountain blue berry => Βατόμουρο
- mountain bladder fern => Κυστίδιο pteride βαμβακώδες
- mountain blacksnake => Μαύρο φίδι του βουνού
- mountain birch => σημύδα του βουνού
- mountain bike => ποδήλατο βουνού
- mountain beaver => Κάστορας του βουνού
- mountain climbing => ορειβασία
- mountain clubmoss => Σελαγινέλλα
- mountain cranberry => Κρανία
- mountain daisy => Βουνολούλουδο
- mountain devil => διαβολος της Ταςμανιας
- mountain ebony => Έβενος του βουνού
- mountain everlasting => αθάνατο
- mountain fern => Ορεινό φυτό
- mountain fetterbush => Βουνό fetterbush
- mountain fever => Ορεινή νόσος
Definitions and Meaning of mountain climber in English
mountain climber (n)
someone who climbs mountains
FAQs About the word mountain climber
Ορειβάτης
someone who climbs mountains
No synonyms found.
No antonyms found.
mountain clematis => Κληματίδα των βουνών, mountain chinchilla => Βουνίσια σινσίλα, mountain chain => Οροσειρά, mountain box => Κουτί ορειβασίας, mountain blue berry => Βατόμουρο,