FAQs About the word mortalize

αθανατίζω

To make mortal.

No synonyms found.

No antonyms found.

mortality table => Πίνακας θνησιμότητας, mortality rate => Ποσοστό θνησιμότητας, mortality => θνησιμότητα, mortal sin => Θανάσιμο αμάρτημα, mortal enemy => θανάσιμος εχθρός,