FAQs About the word monogoneutic

μονογονούμενου

Having but one brood in a season.

No synonyms found.

No antonyms found.

monogeny => Μονογένεση, monogenous => Μονογενής, monogenistic => Μονογενής, monogenist => μονογαμικός, monogenism => Μονογενισμός,