Greek Meaning of mithridate
μιθριδατιον
Other Greek words related to μιθριδατιον
Nearest Words of mithridate
- mithridate mustard => Μιθριδατικό Σινάπι
- mithridates => Μιθριδάτης
- mithridates the great => Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ Διόνυσος
- mithridates vi => Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ
- mithridatic => μιθριδατικός
- mitigable => επιδεκτικός μετριασμού
- mitigant => μετριαστικός
- mitigate => μετριάζω
- mitigated => μετριασμένος
- mitigating => μετριαστικό
Definitions and Meaning of mithridate in English
mithridate (n.)
An antidote against poison, or a composition in form of an electuary, supposed to serve either as a remedy or a preservative against poison; an alexipharmic; -- so called from King Mithridates, its reputed inventor.
FAQs About the word mithridate
μιθριδατιον
An antidote against poison, or a composition in form of an electuary, supposed to serve either as a remedy or a preservative against poison; an alexipharmic; --
αντίδοτο,Αντιοφιδικό ορό,αντίδοτο,θεραπεία,πανάκεια,πανάκεια,ελιξίριο
κατάρα,καρκίνος,νόσος,τοξικός,τοξίνη,Φαρμάκι,ιός,μόλυνση,εντομοκτόνο,μυκητοκτόνο
mithras => Μίθρας, mithramycin => Μιθραμυκίνη, mithraistic => μιθραϊκός, mithraist => μίθρας, mithraism => Μιθραϊσμός,