Greek Meaning of misanthropist
Μισάνθρωπος
Other Greek words related to Μισάνθρωπος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of misanthropist
- misanthropical => μισάνθρωπος
- misanthropic => Μισάνθρωπος
- misanthrope => μισάνθρωπος
- misalter => Λανθασμένη βαθμονόμηση
- misallotment => εσφαλμένη κατανομή
- misallied => κακοπαντρεμένος
- misalliance => Μη ταιριαστό ταίριασμα
- misallege => ψευδώς κατηγορώ
- misallegation => ψευδής ισχυρισμός
- misalignment => κακή ευθυγράμμιση
Definitions and Meaning of misanthropist in English
misanthropist (n)
someone who dislikes people in general
misanthropist (n.)
A misanthrope.
FAQs About the word misanthropist
Μισάνθρωπος
someone who dislikes people in generalA misanthrope.
No synonyms found.
No antonyms found.
misanthropical => μισάνθρωπος, misanthropic => Μισάνθρωπος, misanthrope => μισάνθρωπος, misalter => Λανθασμένη βαθμονόμηση, misallotment => εσφαλμένη κατανομή,