Greek Meaning of mineral wax
Ορυκτό κερί
Other Greek words related to Ορυκτό κερί
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of mineral wax
- mineral water => Μεταλλικό νερό
- mineral vein => φλέβα ορυκτού
- mineral tar => Ορυκτός πίσσα
- mineral resources => Ορυκτοί πόροι
- mineral processing => Επεξεργασία ορυκτών
- mineral pitch => Ορυκτό πίσσα
- mineral oil => Ορυκτέλαιο
- mineral kingdom => Βασίλειο των ορυκτών
- mineral jelly => Βαζελίνη
- mineral extraction => εξόρυξη ορυκτών
- mineral wool => Ορυκτοβάμβακας
- mineralist => ορυκτολόγος
- mineralization => μεταλλοποίηση
- mineralize => ορυκτοποίηση
- mineralized => μεταλλοποιημένος
- mineralizer => Ορυκτοποιητής
- mineralizing => ορυκτοποιητικό
- mineralocorticoid => mineralocorticoid
- mineralogical => ορυκτολογικός
- mineralogically => ορυκτολογικά
Definitions and Meaning of mineral wax in English
mineral wax (n)
a waxy mineral that is a mixture of hydrocarbons and occurs in association with petroleum; some varieties are used in making ceresin and candles
FAQs About the word mineral wax
Ορυκτό κερί
a waxy mineral that is a mixture of hydrocarbons and occurs in association with petroleum; some varieties are used in making ceresin and candles
No synonyms found.
No antonyms found.
mineral water => Μεταλλικό νερό, mineral vein => φλέβα ορυκτού, mineral tar => Ορυκτός πίσσα, mineral resources => Ορυκτοί πόροι, mineral processing => Επεξεργασία ορυκτών,