Greek Meaning of military control
στρατιωτικός έλεγχος
Other Greek words related to στρατιωτικός έλεγχος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of military control
- military commission => στρατοδικείο
- military chaplain => Στρατιωτικός ιερέας
- military ceremony => Στρατιωτική τελετή
- military censorship => Στρατιωτική λογοκρισία
- military capability => Στρατιωτική ικανότητα
- military campaign => στρατιωτική εκστρατεία
- military blockade => Στρατιωτικός αποκλεισμός
- military band => Στρατιωτική μπάντα
- military attache => Στρατιωτικός ακόλουθος
- military advisor => στρατιωτικός σύμβουλος
- military court => Στρατοδικείο
- military drill => Στρατιωτική άσκηση
- military engineer => Στρατιωτικός μηχανικός
- military expedition => στρατιωτική εκστρατεία
- military force => Στρατιωτική δύναμη
- military formation => Στρατιωτικός σχηματισμός
- military government => στρατιωτική κυβέρνηση
- military governor => Στρατιωτικός κυβερνήτης
- military greeting => Στρατιωτικός χαιρετισμός
- military group => στρατιωτική ομάδα
Definitions and Meaning of military control in English
military control (n)
the control of a country by military forces of a foreign power
FAQs About the word military control
στρατιωτικός έλεγχος
the control of a country by military forces of a foreign power
No synonyms found.
No antonyms found.
military commission => στρατοδικείο, military chaplain => Στρατιωτικός ιερέας, military ceremony => Στρατιωτική τελετή, military censorship => Στρατιωτική λογοκρισία, military capability => Στρατιωτική ικανότητα,