Greek Meaning of methyldopa
Μεθυλοδόπα
Other Greek words related to Μεθυλοδόπα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of methyldopa
- methylbenzene => Μεθυλοβενζόλιο
- methylated spirit => Μεθυλιωμένο αλκοόλ.
- methylated => Μεθυλιωμένο
- methylamine => Μεθυλαμίνη
- methylal => Μεθυλαλ
- methyl salicylate => Σαλικυλικό μεθύλιο
- methyl radical => μεθυλική ρίζα
- methyl phenol => Μεθυλοφαινόλη
- methyl orange => Πορτοκαλί της μεθυλίου
- methyl group => Μεθυλομάδα
- methylene => μεθυλένιο
- methylene blue => Μεθυλενίου μπλε
- methylene chloride => Διχλωρομεθάνιο
- methylene group => Μεθυλενική ομάδα
- methylene radical => Ριζικό μεθυλενίου
- methylic => μεθυλικός
- methylphenidate => μεθυλοφαινιδάτη
- methylthionine chloride => Χλωριούχος μεθυλοθειονίνη
- methysticin => μεθυστυκίνη
- metic => προσεκτικός
Definitions and Meaning of methyldopa in English
methyldopa (n)
antihypertensive drug (trade name Aldomet) used in the treatment of high blood pressure
FAQs About the word methyldopa
Μεθυλοδόπα
antihypertensive drug (trade name Aldomet) used in the treatment of high blood pressure
No synonyms found.
No antonyms found.
methylbenzene => Μεθυλοβενζόλιο, methylated spirit => Μεθυλιωμένο αλκοόλ., methylated => Μεθυλιωμένο, methylamine => Μεθυλαμίνη, methylal => Μεθυλαλ,