Greek Meaning of methionate
μεθειονίνη
Other Greek words related to μεθειονίνη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of methionate
- methionic => μεθειονίνη
- methionine => μεθειονίνη
- methocarbamol => μεθοκαρβαμόλη
- method => μέθοδος
- method acting => Υποκριτική μεθόδου
- method of accounting => μέθοδος λογιστικής
- method of choice => μέθοδος επιλογής
- method of fluxions => Η μέθοδος των ροών
- method of least squares => Μέθοδος των ελαχίστων τετραγώνων
- methodic => μεθοδικός
Definitions and Meaning of methionate in English
methionate (n.)
A salt of methionic acid.
FAQs About the word methionate
μεθειονίνη
A salt of methionic acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
methinks => νομίζω, methide => μεθίδιο, methicillin => Μεθικιλλίνη, methenyl => Μεθενύλιο, methene => Μεθένιο,