Greek Meaning of metallurgy
μεταλλουργία
Other Greek words related to μεταλλουργία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of metallurgy
- metallurgist => Μεταλλουργός
- metallurgical engineer => Μηχανικός μεταλλουργός
- metallurgical => μεταλλουργικός
- metallurgic => μεταλλουργικός
- metallotherapy => μεταλλοθεραπεία
- metallorganic => Μεταλλοοργανικός
- metallophone => Μεταλλόφωνο
- metal-looking => Μεταλλικής όψης
- metalloidal => μεταλλοειδές στοιχείο
- metalloid => Μεταλλοειδές
- metalman => άνθρωπος από μέταλλο
- metalmen => μεταλλάδες
- metalogical => Μεταλογικός
- metalorganic => μεταλλοοργανικός
- metalware => μεταλλικά είδη
- metalwork => Μεταλλουργία
- metalworker => μεταλλουργός
- metalworking => Μεταλλουργία
- metalworking vise => Μέγκενης επεξεργασίας μετάλλων
- metalworks => μεταλλουργεία
Definitions and Meaning of metallurgy in English
metallurgy (n)
the science and technology of metals
metallurgy (n.)
The art of working metals, comprehending the whole process of separating them from other matters in the ore, smelting, refining, and parting them; sometimes, in a narrower sense, only the process of extracting metals from their ores.
FAQs About the word metallurgy
μεταλλουργία
the science and technology of metalsThe art of working metals, comprehending the whole process of separating them from other matters in the ore, smelting, refin
No synonyms found.
No antonyms found.
metallurgist => Μεταλλουργός, metallurgical engineer => Μηχανικός μεταλλουργός, metallurgical => μεταλλουργικός, metallurgic => μεταλλουργικός, metallotherapy => μεταλλοθεραπεία,