Greek Meaning of menthyl
Μενθόλη
Other Greek words related to Μενθόλη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of menthyl
- mentholated salve => Μενθόλη κρέμα
- mentholated => μενθολούχο
- menthol => Μεθόλη
- menthene => Μενθένιο
- mentha suaveolens => Μέντα
- mentha spicata => Δυόσμος
- mentha rotundifolia => Στρογγυλή μέντα
- mentha pulegium => Μέντα υδρόβιος
- mentha piperita => Δυόσμος ο πιπερώδης
- mentha longifolia => Δυόσμος μεγαλοφύλλης
- menticirrhus americanus => Γλώσσα
- menticirrhus littoralis => Αργυροσαργός ο παράλιος
- menticirrhus saxatilis => Γλώσσα
- menticirrhus undulatus => Μαντικόκρινος ο κυματοειδής
- menticultural => ψυχολογικό-πολιτιστικό
- mention => αναφέρειν
- mentionable => άξιο αναφοράς
- mentioned => αναφέρθηκε
- mentioner => αναφερόμενος
- mentioning => αναφέρων
Definitions and Meaning of menthyl in English
menthyl (n.)
A compound radical forming the base of menthol.
FAQs About the word menthyl
Μενθόλη
A compound radical forming the base of menthol.
No synonyms found.
No antonyms found.
mentholated salve => Μενθόλη κρέμα, mentholated => μενθολούχο, menthol => Μεθόλη, menthene => Μενθένιο, mentha suaveolens => Μέντα,