FAQs About the word melter

τηγανίστρα

a worker who melts substances (metal or wax etc.)One who, or that which, melts.

εξαφανίζω,ξεθωριάζω,εξαφανίζομαι,διαλύω,διαλύω,εξατμίζω,Τρέπω σε φυγή,μύγα,νιπτήρας,κενό (έξω)

εμφανίζω,: φτάνω,βγες,αναδύομαι,ζήτημα,υλοποιώ,εμφανίζομαι,ξεσπάω,Αργαλειός

melted => Λιωμένο, meltdown => Τήξη, meltable => λυόμενος, melt off => λιώσιμο, melt down => Τήξη,