Greek Meaning of manpower
Εργατικό δυναμικό
Other Greek words related to Εργατικό δυναμικό
Nearest Words of manpower
Definitions and Meaning of manpower in English
manpower (n)
the force of workers available
FAQs About the word manpower
Εργατικό δυναμικό
the force of workers available
προσωπικό,πισίνα,προσωπικό,εργατικό δυναμικό,Πλήρωμα,υπάλληλος,δύναμη,βοήθεια,Εργατικό δυναμικό,εργαζόμενος
No antonyms found.
man-portable => φορητό, manpad => Μάνπαντ, manovery => ελιγμός, manoscopy => Χειρομαντεία, manoscope => μανοσκόπιο,