Greek Meaning of majorship
Ειδίκευση
Other Greek words related to Ειδίκευση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of majorship
- majors => ειδικεύσεις
- major-league team => ομάδα μεγάλου πρωταθλήματος
- major-league club => Σύλλογος της μεγάλης κατηγορίας
- majority rule => Κυριαρχία της πλειοψηφίας
- majority opinion => Η γνώμη της πλειοψηφίας
- majority operation => Επιχείρηση πλειοψηφίας
- majority leader => Ηγέτης της πλειοψηφίας
- majority => Πλειοψηφία
- majorities => Πλειοψηφίες
- major-general => Υποστράτηγος
Definitions and Meaning of majorship in English
majorship (n.)
The office of major.
FAQs About the word majorship
Ειδίκευση
The office of major.
No synonyms found.
No antonyms found.
majors => ειδικεύσεις, major-league team => ομάδα μεγάλου πρωταθλήματος, major-league club => Σύλλογος της μεγάλης κατηγορίας, majority rule => Κυριαρχία της πλειοψηφίας, majority opinion => Η γνώμη της πλειοψηφίας,