Greek Meaning of lupuline
λουπούλη
Other Greek words related to λουπούλη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lupuline
- lupulin => λυπουλίνη
- lupinus texensis => Λιγούστρι της Τεξάνης
- lupinus subcarnosus => Λουπίνι η σαρκόφυλλος
- lupinus perennis => Λουπίνος ο πολυετής
- lupinus luteus => Κίτρινο τριφύλλι
- lupinus arboreus => Δέντρο λειμωνιού
- lupinus albus => Λευκός λυκίσκος
- lupinus => Λουπίνος
- lupinine => λουπινίνη
- lupinin => λουπινίνη
Definitions and Meaning of lupuline in English
lupuline (n.)
An alkaloid extracted from hops as a colorless volatile liquid.
FAQs About the word lupuline
λουπούλη
An alkaloid extracted from hops as a colorless volatile liquid.
No synonyms found.
No antonyms found.
lupulin => λυπουλίνη, lupinus texensis => Λιγούστρι της Τεξάνης, lupinus subcarnosus => Λουπίνι η σαρκόφυλλος, lupinus perennis => Λουπίνος ο πολυετής, lupinus luteus => Κίτρινο τριφύλλι,