Greek Meaning of low-cut
ντεκολτέ
Other Greek words related to ντεκολτέ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of low-cut
- low-cost => χαμηλού κόστους
- low-class => κατώτερης τάξης
- low-churchmanship => Χαμηλή εκκλησιαστικότητα
- low-churchman => χαμηλής-εκκλησίας
- low-churchism => Χαμηλοεκκλησιαστικότητα
- low-church => χαμηλής εκκλησίας
- low-ceilinged => χαμηλοτάβανος
- low-carbon steel => Χάλυβας χαμηλής περιεκτικότητας σε άνθρακα
- low-calorie diet => διατροφή χαμηλών θερμίδων
- low-cal => χαμηλών θερμίδων
- low-density => Χαμηλής πυκνότητας
- low-density lipoprotein => Λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας
- low-down => δόλιος
- lowed => χαμηλός
- lowell => Λόουελ
- lowell jackson thomas => Lowell Jackson Thomas
- lowell thomas => Lowell Thomas
- lower => Χαμηλότερος
- lower berth => Το κάτω κρεβάτι
- lower bound => Κάτω όριο
Definitions and Meaning of low-cut in English
low-cut (s)
(of a garment) having a low-cut neckline
having a low-cut back
FAQs About the word low-cut
ντεκολτέ
(of a garment) having a low-cut neckline, having a low-cut back
No synonyms found.
No antonyms found.
low-cost => χαμηλού κόστους, low-class => κατώτερης τάξης, low-churchmanship => Χαμηλή εκκλησιαστικότητα, low-churchman => χαμηλής-εκκλησίας, low-churchism => Χαμηλοεκκλησιαστικότητα,