Greek Meaning of longshot
μακρινός στόχος
Other Greek words related to μακρινός στόχος
Nearest Words of longshot
Definitions and Meaning of longshot in English
longshot (n)
a photograph taken from a distance
FAQs About the word longshot
μακρινός στόχος
a photograph taken from a distance
ελευθερία,παίξε,Στοίχημα,κίνδυνος,μερίδιο,ρίχνω,επιχείρηση,Στοίχημα,περιπέτεια,ευκαιρία
Φυσικά
longshoremen => Εργάτες λιμανιών, longshoreman => Φορτοεκφορτωτής, longshore => παράκτιος, longshanks => Μακροσκελής, long-shanked => μακρυπόδης,