Greek Meaning of longbowman
Τοξότης
Other Greek words related to Τοξότης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of longbowman
- long-branched => μακρόκλαδο
- long-breathed => μακρόπνοος
- longcase clock => Μακρύ ρολόι
- long-chain => μακράς αλυσίδας
- long-chain molecule => Πολυμερές μάκρου
- long-clawed prawn => Γαρίδα με μακριά νύχια
- long-dated => μακροπρόθεσμος
- long-distance => από απόσταση
- long-distance call => Κλήση από σταθερό
- long-distance runner => Δρομέας μεγάλων αποστάσεων
Definitions and Meaning of longbowman in English
longbowman (n)
a medieval English archer who used a longbow
FAQs About the word longbowman
Τοξότης
a medieval English archer who used a longbow
No synonyms found.
No antonyms found.
longbow => Μακρύ τόξο, long-bodied => μακρύς, longboat => Καΐκι, long-billed marsh wren => Νερόκοτα με μακρύ ράμφος, long-beard => μακριά γενειάδα,