Greek Meaning of linchi
Λιντσάρισμα
Other Greek words related to Λιντσάρισμα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of linchi
- linchpin => κινητήριος μοχλός
- lincocin => Λινκομυκίνη
- lincoln => Λίνκολν
- lincoln green => πράσινο του Lincoln
- lincoln memorial => Μνημείο Λίνκολν
- lincoln steffens => Λίνκολν Στέφενς
- lincolnesque => λινκολνικός
- lincolnian => λινκολνικός
- lincoln's birthday => Η γέννηση του Λίνκολν
- lincolnshire => Λινκολνσάιρ
Definitions and Meaning of linchi in English
linchi (n.)
An esculent swallow.
FAQs About the word linchi
Λιντσάρισμα
An esculent swallow.
No synonyms found.
No antonyms found.
linch => Λιντσάρισμα, linarite => Λιναρίτης, linaria vulgaris => Βοϊδοβότανο, linaria canadensis => Λινάρι το καναδικό, linaria => Λιναριά,