FAQs About the word lender

δανειστής

someone who lends money or gives credit in business mattersOne who lends.

δίνω,δάνειο,πρόοδος,παρέχω,επιχορήγηση,μίσθωση,αφήνω,ενοίκιο

δανείζομαι,λαμβάνω,παίρνω

lendable => δανειζόμενος, lend oneself => δανείζομαι, lend => δανείζω, lenard tube => Σωλήνας Λέναρντ, lenard rays => Ακτίνες Λέναρντ,