Greek Meaning of leat
leat
Other Greek words related to leat
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of leat
- leasy => μίσθωση
- leastwise => τουλάχιστον
- leastways => Τουλάχιστον
- least squares => Ελάχιστα τετράγωνα
- least shrew => Μικρά σκαντζόχοιρος
- least sandpiper => Μικρή αλκυόνη
- least resistance => ελάχιστη αντίσταση
- least of all => λιγότερο απ' όλα
- least effort => ελάχιστη προσπάθεια
- least common multiple => Ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο
- leather => Δέρμα
- leather carp => Δερμάτινο κυπρίνο
- leather fern => Άσπληνο Βαλερί
- leather flower => Δερμάτινο λουλούδι
- leather soap => Σαπούνι για δέρμα
- leather strip => Δερμάτινη λωρίδα
- leatherback => ρινοκέφαλος χελώνα
- leatherback turtle => Δερματοχελώνα
- leathered => δερμάτινος
- leatheret => δερματίνη
Definitions and Meaning of leat in English
leat (n.)
An artificial water trench, esp. one to or from a mill.
FAQs About the word leat
Definition not available
An artificial water trench, esp. one to or from a mill.
No synonyms found.
No antonyms found.
leasy => μίσθωση, leastwise => τουλάχιστον, leastways => Τουλάχιστον, least squares => Ελάχιστα τετράγωνα, least shrew => Μικρά σκαντζόχοιρος,