Greek Meaning of lap-welded
Συγκολλημένο με επικάλυψη
Other Greek words related to Συγκολλημένο με επικάλυψη
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lap-welded
- laputan => Λαπούτα
- laputa => Λαπούτα
- laptop computer => Φορητός υπολογιστής
- laptev sea => Θάλασσα των Λαπτέφ
- lap-streaked => Επικαλυπτόμενο
- lap-streak => Κλίνκερ
- lapstreak => Κάλυμμα σκαριών
- lap-straked => Με επικαλυπτόμενες σανίδες
- lap-strake => Κατασκευή με επικαλυπτόμενες σανίδες
- lapstrake => Κλίνκερ
Definitions and Meaning of lap-welded in English
lap-welded (a.)
Having edges or ends united by a lap weld; as, a lap-welded pipe.
FAQs About the word lap-welded
Συγκολλημένο με επικάλυψη
Having edges or ends united by a lap weld; as, a lap-welded pipe.
No synonyms found.
No antonyms found.
laputan => Λαπούτα, laputa => Λαπούτα, laptop computer => Φορητός υπολογιστής, laptev sea => Θάλασσα των Λαπτέφ, lap-streaked => Επικαλυπτόμενο,