FAQs About the word ladleful

κουτάλα

A quantity sufficient to fill a ladle.

κουτάλι,Κουτάλα,Κουτάλι,σκίμερ,κουταλιά της σούπας,κουταλιά της σούπας,κουταλάκι του γλυκού

συμπληρώνω,χύνω

ladled => άντλησε, ladle => κουτάλι, ladkin => παιδί, ladinos => Λαντίνος, ladino => Λαντίνο,