Greek Meaning of lactifical
γαλακτικός
Other Greek words related to γαλακτικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of lactifical
- lactifuge => γαλουχόφυγος
- lactim => λακτίμ
- lactimide => Λακτιμίδη
- lactin => λακτοφερρίνη
- lactoabumin => Λακτοαλβουμίνη
- lactobacillaceae => Lactobacillaceae
- lactobacillus => Γαλακτοβάκιλλος
- lactobacillus acidophilus => Lactobacillus acidophilus
- lactobacteriaceae => Lactobacillac
- lactobutyrometer => Λακτοβουτυρόμετρο
Definitions and Meaning of lactifical in English
lactifical (a.)
Producing or yielding milk.
FAQs About the word lactifical
γαλακτικός
Producing or yielding milk.
No synonyms found.
No antonyms found.
lactific => γαλακταγωγό, lactiferous duct => Γαλακτοφόρος πόρος, lactiferous => γαλακτοπαραγωγός, lactide => Λακτίδιο, lactic acid => γαλακτικό οξύ,