Greek Meaning of jugulate
Γιουγκολαρική
Other Greek words related to Γιουγκολαρική
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of jugulate
- jugular vein => φλέβα της σφαγίτιδας
- jugular => σφαγίτιδα
- jugula => Σφαγίτιδα φλέβα
- jugoslavija => Γιουγκοσλαβία
- jugoslavian => Γιουγκοσλάβος
- jugoslav => γιουγκοσλαβικός
- juglone => Ιουγλόνη
- juglans regia => καρυδιά
- juglans cinerea => Καρυδιά στάχτης
- juglans californica => Μαύρη καρυδιά της Καλιφόρνιας
Definitions and Meaning of jugulate in English
jugulate (v. t.)
To cut the throat of.
FAQs About the word jugulate
Γιουγκολαρική
To cut the throat of.
No synonyms found.
No antonyms found.
jugular vein => φλέβα της σφαγίτιδας, jugular => σφαγίτιδα, jugula => Σφαγίτιδα φλέβα, jugoslavija => Γιουγκοσλαβία, jugoslavian => Γιουγκοσλάβος,