Greek Meaning of isotropism
ισοτροπία
Other Greek words related to ισοτροπία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of isotropism
- isotropous => ισότροπος
- isotropy => Ισοτροπία
- isouric => ισουρίκ
- israel => Ισραήλ
- israel baline => Ισραήλ Μπαλίν
- israel strassberg => Ισραήλ Στράσμπεργκ
- israel zangwill => Ισραήλ Ζάνγκγουιλ
- israeli => ισραηλινός
- israeli defense force => Ισραηλινή Αμυντική Δύναμη
- israeli monetary unit => Ισραηλινή νομισματική μονάδα
Definitions and Meaning of isotropism in English
isotropism (n.)
Isotropy.
FAQs About the word isotropism
ισοτροπία
Isotropy.
No synonyms found.
No antonyms found.
isotropically => Ισοτροπικά, isotropic => ισότροπος, isotrimorphous => ισοτρίμορφος, isotrimorphism => ισοτρημοφισμός, isotrimorphic => ισοτριμορφικό,