Greek Meaning of isatropic
Ισοτροπικός
Other Greek words related to Ισοτροπικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of isatropic
- ischaemia => Ισχαιμία
- ischaemic => ισχαιμικός
- ischaemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
- ischemia => ισχαιμία
- ischemic => ισχαιμικός
- ischemic anoxia => Ισχαιμική αναιμία
- ischemic hypoxia => Ισχαιμική υποξία
- ischemic stroke => Ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο
- ischia => Ίσκια
- ischiadic => ισχιακός
Definitions and Meaning of isatropic in English
isatropic (a.)
Pertaining to, or designating, an acid obtained from atropine, and isomeric with cinnamic acid.
FAQs About the word isatropic
Ισοτροπικός
Pertaining to, or designating, an acid obtained from atropine, and isomeric with cinnamic acid.
No synonyms found.
No antonyms found.
isatogen => Ισατογόνο, isatis tinctoria => Βαφικό ραδίκι, isatis => Ισάτις, isatinic => ισατινικός, isatin => Ισατίνη,