Greek Meaning of interset
ενδιαφέρον
Other Greek words related to ενδιαφέρον
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of interset
- intersesamoid => διασεσαμοειδές
- inter-services intelligence => Διαϋπηρεσιακή υπηρεσία πληροφοριών
- inter-service support => Ενδοϋπηρεσιακή υποστήριξη
- interserttion => διασταύρωση
- interserting => ενδιαφέρον
- interserted => διασπαρμένος
- intersert => Διασταύρωση
- interseptal => μεσοφραγματικός
- interseminate => ενδιάμεση σπορά
- intersectional => διασταυρούμενος
Definitions and Meaning of interset in English
interset (v. t.)
To set between or among.
FAQs About the word interset
ενδιαφέρον
To set between or among.
No synonyms found.
No antonyms found.
intersesamoid => διασεσαμοειδές, inter-services intelligence => Διαϋπηρεσιακή υπηρεσία πληροφοριών, inter-service support => Ενδοϋπηρεσιακή υποστήριξη, interserttion => διασταύρωση, interserting => ενδιαφέρον,