Greek Meaning of inkling

ένδειξη

Other Greek words related to ένδειξη

Definitions and Meaning of inkling in English

Wordnet

inkling (n)

a slight suggestion or vague understanding

Webster

inkling (n.)

A hint; an intimation.

FAQs About the word inkling

ένδειξη

a slight suggestion or vague understandingA hint; an intimation.

ένδειξη,ενδειξη,υπόδειξη,Ένδειξη,πρόταση,ματιά,ιδέα,υπόνοια,μόλυβδος,Σημάδι

λύση,απάντηση

inkle => Μελάνι, ink-jet printer => Εκτυπωτής ψεκασμού μελανιού, ink-jet => Εκτυπωτής ψεκασμού μελάνης, inking pad => Μαξιλαράκι μελάνης, inking => μελάνωση,