FAQs About the word ingenerabillty

στειρότητα

Incapacity of being engendered or produced.

No synonyms found.

No antonyms found.

ingender => γεννά, ingena => στηθαγχική νόσος, ingemination => διπλασιασμός, ingeminating => επαναλαμβανόμενος, ingeminated => Διπλασιασμένο,