Greek Meaning of inductively
επαγωγικά
Other Greek words related to επαγωγικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of inductively
- inductive reasoning => Επαγωγικός συλλογισμός
- inductive => επαγωγικός
- inductional => επαγωγικός
- induction of labor => Επαγωγή τοκετού
- induction motor => Ασύγχρονος κινητήρας
- induction heating => επαγωγική θέρμανση
- induction generator => Γεννήτρια επαγωγής
- induction coil => επαγωγικό πηνίο
- induction accelerator => Επαγωγικός επιταχυντής
- induction => επαγωγή
Definitions and Meaning of inductively in English
inductively (adv.)
By induction or inference.
FAQs About the word inductively
επαγωγικά
By induction or inference.
No synonyms found.
No antonyms found.
inductive reasoning => Επαγωγικός συλλογισμός, inductive => επαγωγικός, inductional => επαγωγικός, induction of labor => Επαγωγή τοκετού, induction motor => Ασύγχρονος κινητήρας,