FAQs About the word hoverer

αιωρούμενος

A device in an incubator for protecting the young chickens and keeping them warm.

παρασύρειν,επιπλέω,ολίσθηση,Ιστιο,κολυμπάω,Μπομπ,κρέμασμα,ιππασία,ανεμίζω,Σημαδούρα

κατάδυση,εγκαθιστώ,νιπτήρας,βουτάω,εκδοχή,βουτιά,βυθίζω,βυθίζω,βυθίζω

hovered => αιωρούνταν, hovercraft => αερόστρωμνο, hover => Κρέμω, hoven => χόβεν, hovelling => Συνωστισμός,