Greek Meaning of horseshoeing
η κατασκευή πετάλων
Other Greek words related to η κατασκευή πετάλων
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of horseshoeing
- horseshoe whipsnake => Ιπποπέταλο φίδι
- horseshoe vetch => πέταλο άλογου
- horseshoe falls => Χορσού Φολς
- horseshoe crab => Μονομάτι
- horseshoe bat => Μικρονυχτερίδα πεταλούδα
- horseshoe arch => Τοξωτό άνοιγμα σε σχήμα πετάλου αλόγου
- horseshoe => πέταλο
- horseshit => σκατά αλόγου
- horse's foot => Πόδι αλόγου
- horserake => τσουγκράνα
Definitions and Meaning of horseshoeing in English
horseshoeing (n.)
The act or employment of shoeing horses.
FAQs About the word horseshoeing
η κατασκευή πετάλων
The act or employment of shoeing horses.
No synonyms found.
No antonyms found.
horseshoe whipsnake => Ιπποπέταλο φίδι, horseshoe vetch => πέταλο άλογου, horseshoe falls => Χορσού Φολς, horseshoe crab => Μονομάτι, horseshoe bat => Μικρονυχτερίδα πεταλούδα,