Greek Meaning of home help
βοηθός σπιτιού
Other Greek words related to βοηθός σπιτιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of home help
- home guard => Εθνοφυλακή
- home ground => Έδρα
- home game => Εντός έδρας αγώνας
- home front => Μέτωπο εσωτερικού
- home from home => Ένα σπίτι μακριά από το σπίτι
- home fries => Σπιτικές τηγανιτές πατάτες
- home folk => Οικιακοί άνθρωποι
- home equity loan => δάνειο με ενέχυρο ακινήτου
- home equity credit => στεγαστικό δάνειο
- home economics => Οικιακή οικονομία
- home in => στο σπίτι
- home invasion => εισβολή σε σπίτι
- home key => πλήκτρο αρχικής οθόνης
- home loan => δάνειο κατοικίας
- home loan bank => Τράπεζα στεγαστικών δανείων
- home movie => Οικιακή ταινία
- home office => γραφείο στο σπίτι
- home page => Αρχική σελίδα
- home plate => Home Plate
- home port => Βάση λιμάν
Definitions and Meaning of home help in English
home help (n)
a person hired to help in another's home (especially one employed by a local authority to help the infirm with domestic work)
FAQs About the word home help
βοηθός σπιτιού
a person hired to help in another's home (especially one employed by a local authority to help the infirm with domestic work)
No synonyms found.
No antonyms found.
home guard => Εθνοφυλακή, home ground => Έδρα, home game => Εντός έδρας αγώνας, home front => Μέτωπο εσωτερικού, home from home => Ένα σπίτι μακριά από το σπίτι,