Greek Meaning of heliport
Ελικοδρόμιο
Other Greek words related to Ελικοδρόμιο
Nearest Words of heliport
Definitions and Meaning of heliport in English
heliport (n)
an airport for helicopters
FAQs About the word heliport
Ελικοδρόμιο
an airport for helicopters
αεροπορική βάση,Αεροδρόμιο,αεροδρόμιο,Ελικοδρόμιο,αεροδρόμιο,αεροδρόμιο,αεροδρόμιο,Αεροδιάδρομος,Αεροδρόμιο,Αεροδιάδρομος
No antonyms found.
heliozoan => ηλιοζωικά, heliozoa => ηλιοζωα, heliotypy => Ηλιοτυπία, heliotypic => Ηλιοτυπικός, heliotype => Ηλιογραφία,