Greek Meaning of helicopter
Ελικόπτερο
Other Greek words related to Ελικόπτερο
Nearest Words of helicopter
- helicotrema => ελικοτρήματος
- helicteres => helicteres
- helicteres isora => Helicteres isora
- helio- => ήλιο-
- heliobacter => Helicobacter
- heliobacter pylori => Helicobacter pylori
- heliocentric => ηλιοκεντρικός
- heliocentric parallax => Ηλιοκεντρική παράλλαξη
- heliocentrical => ηλιοκεντρικός
- heliochrome => Ηλιοχρώματα
Definitions and Meaning of helicopter in English
helicopter (n)
an aircraft without wings that obtains its lift from the rotation of overhead blades
FAQs About the word helicopter
Ελικόπτερο
an aircraft without wings that obtains its lift from the rotation of overhead blades
τεμαχιστής μάρμαρων,ελικόπτερο,χτυπητήρι αβγών,Γεια σας,ελικόπτερο,Αυτογύρο,Αυτογύρος,μετατροποιήσιμο αεροσκάφος,Αυτογύρος,Περιστροφόρο αεροσκάφος
No antonyms found.
heliconian => Ελικώνιος, heliconia => Heliconia, helicon => ελικοειδές, helicoidal => Ελικοειδής, helicoid => Ελικοειδής,