FAQs About the word harken

ακούω

listen; used mostly in the imperativeTo hearken.

άκου,ακούω,ακούω,συμμετέχω,ακούω,Προσέχω,μυαλό,στήνω αυτιά

αδιαφορία,συνδέω,έκπτωση

harkat-ul-mujahidin => Χαρκάτ-ουλ-Μουτζαχεντίν, harkat-ul-jihad-e-islami => harkat-ul-jihad-e-islami, harkat ul-mujahedeen => Χαρκάτ ούλ-Μουτζαχεντίν, harkat ul-ansar => Χαρκάτ-ουλ-Ανσάρ, hark => άκου,