FAQs About the word hangover

Χανγκόβερ

disagreeable aftereffects from the use of drugs (especially alcohol), an official who remains in office after his term, something that has survived from the pas

αιωρείται (πάνω από κάτι),Επικείμενο,απειλή,θέτει σε κίνδυνο,Επικίνδυνα,θέτω σε κίνδυνο,Πρόβολος,κίνδυνος

No antonyms found.

hangout => κρέμομαι, han-gook => Νότια Κορέα, hangnest => Hangnest, hangnail => Γρετζαγκί, hangmen => θύτης,