FAQs About the word grum

Σκυθρωπός

Morose; severe of countenance; sour; surly; glum; grim., Low; deep in the throat; guttural; rumbling; as,

No synonyms found.

No antonyms found.

gruiformes => γερανοειδή, gruidae => Γερανοιειδή, grugru worm => Σκουλήκι γκρουγκρού, grugru palm => Γκρούγκρου φοίνικας, grugru nut => Καρύδα γκρούγκρου,