Greek Meaning of greekish
Ελληνικός
Other Greek words related to Ελληνικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of greekish
- greekess => ελληνικότητα
- greek valerian => βαλεριάνα η ελληνική
- greek partridge => Πέρδικα
- greek orthodox church => Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία
- greek orthodox => ελληνική ορθοδοξία
- greek mythology => ελληνική μυθολογία
- greek monetary unit => ελληνική νομισματική μονάδα
- greek mode => Ελληνική λειτουργία
- greek key => ελληνικό κλειδί
- greek fret => Μαίανδρος
Definitions and Meaning of greekish in English
greekish (a.)
Peculiar to Greece.
FAQs About the word greekish
Ελληνικός
Peculiar to Greece.
No synonyms found.
No antonyms found.
greekess => ελληνικότητα, greek valerian => βαλεριάνα η ελληνική, greek partridge => Πέρδικα, greek orthodox church => Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, greek orthodox => ελληνική ορθοδοξία,