Greek Meaning of graduateship
Μεταπτυχιακές σπουδές
Other Greek words related to Μεταπτυχιακές σπουδές
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of graduateship
- graduated tax => Φόρος αναλογίας
- graduated table => Διαβαθμισμένος πίνακας
- graduated cylinder => Βαθμονομημένος κύλινδρος
- graduated => Πτυχιούχος
- graduate student => Μεταπτυχιακός φοιτητής
- graduate school => Μεταπτυχιακές σπουδές
- graduate nurse => νοσοκόμος απόφοιτος
- graduate => Πτυχιούχος
- gradualness => σταδιακότητα
- gradually => βαθμιαία
- graduating => Απόφοιτος
- graduating class => Φοιτητές τελικής τάξης
- graduation => αποφοίτηση
- graduation exercise => Άσκηση αποφοίτησης
- graduator => γωνιόμετρο
- gradus => Βαθμός
- graecophile => ελληνολάτρης
- graecophilic => ελληνόφιλος
- graeco-roman => ελληνορωμαϊκός
- graeco-roman deity => Ελληνορωμαϊκή θεότητα
Definitions and Meaning of graduateship in English
graduateship (n.)
State of being a graduate.
FAQs About the word graduateship
Μεταπτυχιακές σπουδές
State of being a graduate.
No synonyms found.
No antonyms found.
graduated tax => Φόρος αναλογίας, graduated table => Διαβαθμισμένος πίνακας, graduated cylinder => Βαθμονομημένος κύλινδρος, graduated => Πτυχιούχος, graduate student => Μεταπτυχιακός φοιτητής,