FAQs About the word gonakie

Γονακιέ

An African timber tree (Acacia Adansonii).

No synonyms found.

No antonyms found.

gonads => γονάδες, gonadotropin => γοναδοτροπίνη, gonadotropic hormone => Γοναδοτροπική ορμόνη, gonadotropic => Γοναδοτροπική, gonadotrophin => Γοναδοτροπίνη,