Greek Meaning of glandered
μολυσμένος με γλάντερς
Other Greek words related to μολυσμένος με γλάντερς
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of glandered
- glanderous => αδενικός
- glanders => Morma
- glandes => αδένες
- glandiferous => βαλανόφορος
- glandiform => αδενοειδής
- glandulae cervicales uteri => Αδένες τραχήλου μήτρας
- glandulae sebaceae => Σμηγματογόνοι αδένες
- glandular => αδενικός
- glandular cancer => αδενικός καρκίνος
- glandular carcinoma => Aδενικό καρκίνωμα
Definitions and Meaning of glandered in English
glandered (a.)
Affected with glanders; as, a glandered horse.
FAQs About the word glandered
μολυσμένος με γλάντερς
Affected with glanders; as, a glandered horse.
No synonyms found.
No antonyms found.
glandage => Αδένας, gland disease => Αδενική νόσος, gland => αδένας, glancingly => επιφανειακά, glancing => κλεφτή,